- δεκαέτηρος
- δεκαέτηροςten-yearlymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκαέτηρος — δεκαέτηρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα ετών 2. «χρόνος δεκαέτηρος» διάστημα χρονικό δέκα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ετηρος < έτος (πρβλ. τριέτηρος)] … Dictionary of Greek
δεκαετηρίδα — δεκαέτηρος ten yearly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαετηρίδας — δεκαέτηρος ten yearly fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαετηρίδος — δεκαέτηρος ten yearly fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαετηρίδων — δεκαέτηρος ten yearly fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαετηρίς — δεκαέτηρος ten yearly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαετηρίσι — δεκαέτηρος ten yearly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δεκαετηρίδα — και δεκαετηρίς, η (AM δεκαετηρίς) [δεκαέτηρος] 1. δεκαετία, περίοδος δέκα ετών 2. επέτειος συμπληρώσεως δέκα ετών κάποιου αξιόλογου γεγονότος αρχ. γιορτή που τελείται ανά δεκαετία … Dictionary of Greek
ՏԱՍՆԱՄԵԱՅ — (մէի, ից.) NBH 2 0848 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 8c ա. ՏԱՍՆԱՄԵԱՅ ՏԱՍՆԱՄԵԱՆ. δεκαετής, δεκαέτηρος decem annos natus δεκαετία, δεκαετηρίς decennium, decennale tempus. Որոյ են ամք տասն. ամաց տասանց. տասը տարուան. ... *Թողլով որդի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)